ὀξύφρων

ὀξύφρων
ὀξύφρων
acute
masc/fem nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οξύφρων — ὀξύφρων, ονος, ὁ, ἡ (Α) 1. οξύνους, έξυπνος 2. δόλιος, πανούργος, πονηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ * + φρων (< φρην, φρενός), πρβλ. μεγαλό φρων] …   Dictionary of Greek

  • ὀξύφρονα — ὀξύφρων acute masc/fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὀξύφρονας — ὀξύφρων acute masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οξυ- — (ΑΜ οξυ ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. ὀξύς και προσδίδει στο β συνθετικό την ιδιότητα τού αιχμηρού, τού μυτερού (πρβλ. οξύ ρρινος, οξύ ρρυγχος), τού διαπεραστικού (πρβλ. οξύ τονος, οξύ φωνος),… …   Dictionary of Greek

  • φρην — η / φρήν, ενός, ΝΜΑ, και δωρ. τ. φράν Α (λόγιος τ.) 1. συν. στον πληθ. οι φρένες και αἱ φρένες ο νους, ο εγκέφαλος, η διάνοια, το μυαλό, το λογικό 2. φρ. «έξω φρενών» εκτός τού λογικού νεοελλ. φρ. α) «είμαι [ή γίνομαι] έξω φρενών» (για πρόσ.)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”